Τον μύθο της Περσεφόνης φέρνω στη σκέψη μου και προσπαθώ να ανακουφιστώ. Στην Ελλάδα που «δεν κάνει κρύο» φέτος ο χειμώνας δεν ήρθε. Η Περσεφόνη δεν κατέβηκε ποτέ στον Άδη κι έτσι ο θεός Πλούτωνας «εκδικείται». Ο θεός του κάτω κόσμου δεν είδε την σύζυγο του να κατεβαίνει, έμεινε στα εγκόσμια συντροφιά με την μητέρα της, την θεά Δήμητρα. Θα ήταν ένα πιστευτό σενάριο για την ερμηνεία της τραγικής επικαιρότητας. Σαν τον Ομηρικό ύμνο μοιάζει το σήμερα, η Περσεφόνη, όπως τα δεκάδες παιδιά αρπάζονται από τον Άδη, «στον Νυσίον πεδίον»…οι κραυγές για βοήθεια δεν ακούστηκαν από κανέναν …
«Η ανθρωπολογική διάσταση του μύθου επικεντρώνεται κυρίως στον τραυματικό χωρισμό της μητέρας από την νεαρή κόρη. Λύπη και θυμός.»
Σπαράζει η θεά Δήμητρα, σπαράζουν οι μανάδες, σπαράζει η φύση σε ολόκληρο το μεγαλείο της. Για όλα φταίει ο Πλούτωνας, έτσι θα έγραφε κάθε τραγικός ποιητής αν προσπαθούσε να αποτυπώσει το μέγεθος της τραγωδίας. Ζήλεψε ο Άδης την Περσεφόνη την απήγαγε και την έκανε γυναίκα του … πως να ζήσει όμως στον κάτω κόσμο η «ζωντανή» ;
Πως ζουν οι ζωντανοί με τους πεθαμένους ; Πως ζούμε εμείς και τα παιδιά μας με τέτοιο θρήνο γύρω μας ;
Πως χειμώνιασε έτσι μέσα στην άνοιξη, πως αποφάσισε η Περσεφόνη να κατέβει τώρα στον κάτω κόσμο, ακούσια ή εκούσια η απόφαση ;
Στο κλίμα του πόνου και των ημερών όλοι ζούμε ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς. Ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη για προφητεία. Μήπως τα παιδιά μας έφυγαν και αυτά για προφητεία ; Εκτός από τα νιάτα τους τι δώρα πρόσφεραν στους νεκρούς ; «… έδωσε ο Οδυσσέας γάλα, αλεύρι, νερό, μέλι, κρασί στους νεκρούς για να βρει τον μάντη Τειρεσία.» Και ο νους μου χάνεται και ψάχνω και εγώ παρηγοριά από την Οδύσσεια και ανατρέχω στην ποίηση να δώσω απαντήσεις στον πόνο και την θλίψη.
Θα ξεχαστεί λένε, θα περάσει … θα κλείσει το πένθος … ο χρόνος θα παρηγορήσει την μνήμη. Η απώλεια θα γίνει συνήθεια. Και ακόμα η άρνηση καλώς κρατεί και η μνήμη φιμωμένη θέλει να ανατρέξει στα χαρμόσυνα.
Που ; Που να κοιτάξω Ζεύς, πως δεν άκουσες τα ουρλιαχτά τα παιδιών σου ; Πάντα συμμετείχατε ‘σείς οι θεοί στους θνητούς και επηρεάζατε τις ζωές των ανθρώπων. Από μηχανής θεοί που είστε;
Και το Πάσχα έρχεται γεμάτο αγωνία για να έρθει η πολυπόθητη ανάσταση των ψυχών και η ελπίδα να κρεμαστεί πάλι στα μπαλκόνια και στα παράθυρα, αλλιώς ποιος ο λόγος του Ήλιου ;
Έλα Ήλιε, ζέστανε τις φοβίες μας, λιώσε τον πάγο στις καρδιές μας, φώτισε την καταχνιά που υπάρχει γύρω μας, γέμισε δάκρυα τα μάτια μας από την εκτυφλωτική σου λάμψη … θρηνείστε όσο αντέχετε είναι αναγκαίο κι αναπόφευκτο.
(Με αφορμή τα γεγονότα και το ποίημα αγαπημένης θεραπευόμενης)